Ο Paul Bruce Dickinson (γεννήθηκε στις 7 Αυγούστου του 1958) είναι ένας Άγγλος τραγουδιστής, τραγουδοποιός, πιλότος, ξιφομάχος, ραδιοφωνικός παραγωγός, συγγραφέας, σεναριογράφος, ηθοποιός και πρώην διευθυντής μάρκετινγκ, γνωστός ως ο τραγουδιστής του heavy metal συγκροτήματος Iron Maiden.

Ο Dickinson ξεκίνησε την καριέρα του στη μουσική τραγουδώντας σε μικρά συγκροτήματα στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο, όπως οι Styx (όχι το Αμερικάνικο συγκρότημα με το ίδιο όνομα) το 1976, τους Speed (1977 - 1978) και τους Shots στις αρχές του 1979. Αργότερα το 1979, προσχώρησε στο συγκρότημα Samson, όπου κέρδισε σε φήμη με το όνομα “Bruce Bruce”. Έφυγε από τους Samson το 1981 για να πάει στους Iron Maiden, αντικαθιστώντας τον Paul Di'Anno και έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο άλμπουμ του 1982 The Number of the Beast. Κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας στο συγκρότημα, κυκλοφόρησαν μία σειρά από Αμερικάνικα και Βρετανικά πλατινένια και χρυσά άλμπουμ στη δεκαετία του ‘80, που είχαν ως αποτέλεσμα να κερδίσει ο Dickinson παγκόσμια φήμη και έγινε ένας από τους πιο αναγνωρισμένους heavy metal τραγουδιστές όλων των εποχών.

Ο Dickinson αποχώρησε από τους Iron Maiden το 1993 (αντικαταστάθηκε από τον Blaze Bayley), για να κυνηγήσει την σόλο καριέρα του, κατά τη διάρκεια της οποίας πειραματίστηκε με διάφορα heavy metal και rock στυλ. Ο Dickinson επέστρεψε στους Iron Maiden το 1999 μαζί με τον κιθαρίστα Adrian Smith, με τους οποίους κυκλοφόρησε έκτοτε, τα τέσσερα επόμενα στούντιο άλμπουμ. Μετά την επιστροφή του στους Iron Maiden, ο Dickinson κυκλοφόρησε ένα σόλο άλμπουμ το 2005, το Tyranny of Souls. Είναι ο μεγαλύτερος ξάδερφος του Dickinson, πρώην τραγουδιστή του Βρετανικού alternative rock συγκροτήματος Catherine Wheel. Ο γιος του, Austin, είναι ο τραγουδιστής στο metalcore συγκρότημα Rise to Remain.

Παιδική ηλικία

Ο Paul Bruce Dickinson γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό μεταλλωρύχων του Worksop, το Nottinghamshire. Η μητέρα του, Sonia, δούλευε με ημιαπασχόληση σε ένα κατάστημα παπουτσιών και ο πατέρας του, Bruce, ήταν μηχανικός στο στρατό. Η γέννηση του Dickinson επέσπευσε το γάμο των γονιών του που ήταν τότε έφηβοι. Αρχικά μεγάλωσε με τον παππού και τη γιαγιά. Ο παππούς του ήταν ανθρακωρύχος στο τοπικό ανθρακωρυχείο και η γιαγιά του νοικοκυρά. Σε αυτό το γεγονός αναφέρεται στο τραγούδι του Born In '58 που είναι στο άλμπουμ Tattooed Millionaire.

Ο Dickinson ξεκίνησε το σχολείο στο δημοτικό του Manton στο Worksop, καθώς οι γονείς του μετακόμισαν στο Sheffield. Λίγο μετά, όταν ήταν 6 χρονών, πήγε στο Sheffield, όπου φοίτησε στο δημοτικό σχολείο Manor Top. Μετά από έξι μήνες, οι γονείς του αποφάσισαν να τον μεταφέρουν σε ένα μικρό ιδιωτικό σχολείο που λεγόταν Sharrow Vale Junior. Εξαιτίας της συχνής μετακίνησης, ο Dickinson έχει δηλώσει γι’ αυτή την περίοδο της ζωής του, ότι έμαθε να βασίζεται στον εαυτό του καθώς ήταν αδύνατο να κάνει φίλους. Ο Dickinson έχει μία μικρότερη αδερφή την Helena που γεννήθηκε το 1963. Προσπάθησε να απομονωθεί από αυτήν όσο περισσότερο μπορούσε όταν ήταν μικρός, λόγω του ότι αυτή, σε αντίθεση με τον ίδιο, γεννήθηκε μετά από επιθυμητή εγκυμοσύνη.

Η πρώτη μουσική εμπειρία του Dickinson ήταν όταν χόρευε στο σπίτι των παππούδων του το The Twist του Chubby Checker, όταν ζούσε ακόμα μαζί τους στο Worksop. Ο πρώτος δίσκος που θυμάται να έχει στην κατοχή του ήταν το single She Loves You των The Beatles, το οποίο είχε καταφέρει τον παππού του να του το αγοράσει και ήταν ένας δίσκος που τον έκανε να ενδιαφερθεί περισσότερο για τη μουσική. Προσπάθησε να παίξει μία ακουστική κιθάρα που ανήκε στον πατέρα του, αλλά έβγαλε φουσκάλες στα δάχτυλά του.

Όταν μετακόμισε στο Sheffield, οι γονείς του Dickinson είχαν ένα καλό εισόδημα από την αγοραπωλησία ιδιοκτησίας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, ένα μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας να την περάσει σε ένα εργοτάξιο, μέχρι που αγόρασαν μία πανσιόν κι ένα χρεωκοπημένο συνεργείο όπου ο πατέρας του ξεκίνησε να πουλάει μεταχειρισμένα αυτοκίνητα. Το εισόδημα από την επιτυχημένη επιχείρηση τους έδωσε την δυνατότητα να προσφέρουν στον Dickinson - που ήταν τότε 13 χρονών - μόρφωση σε οικοτροφείο και διάλεξαν το Oundle, ένα δημόσιο σχολείο στο Northamptonshire. Ο Dickinson δεν ήταν αντίθετος στο να μετακομίσει μακριά από το σπίτι του γιατί δεν είχε χτίσει κάποιον ισχυρό δεσμό με τους γονείς του, έχοντας περάσει αρκετά χρόνια με τους παππούδες του το Worksop.

Στο Oundle, ο Dickinson γίνονταν συχνά αντικείμενο χλευασμού από τα μεγαλύτερα αγόρια του Sidney House, στο σπίτι όπου διέμενε, το οποίο περιέγραψε ως "συστηματικό βασανιστήριο" και σήμαινε ότι του συμπεριφέρονταν σαν να ήταν ένας ξένος. Τα ενδιαφέροντα του στο Oundle είχαν συχνά σχέση με το στρατό; he co-founded the school wargames society with Mike Jordan, and he rose to a position of some power in the school's cadet force, with which he was allowed to handle live ammunition, which he used to create explosions as booby-traps.

Στο Oundle οDickinson άρχισε να έλκεται από την heavy rock, όταν άκουσε το Child In Time των Deep Purple που ακουγόταν από το δωμάτιο ενός παιδιού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το In Rock των Deep Purple να είναι το πρώτο άλμπουμ που αγόρασε ποτέ, άλμπουμ που του δημιούργησε το ενδιαφέρον για τη rock μουσική. Μετά το In Rock αγόρασε τον πρώτο δίσκο των Black Sabbath, το Aqualung τωνJethro Tull και το Tarkus από τους Emerson, Lake & Palmer. Κάθε χρόνο, ένα συγκρότημα έπαιζε στο σχολείο. Το πρώτο από αυτά που είδε ο Dickinson λεγόταν Wild Turkey, στο οποίο έπαιζε ο πρώην μπασίστας των Jethro Tull, Glenn Cornick. Μετά από αυτό, είδε τον Van der Graaf Generator και τον Arthur Brown.

Ο Dickinson αρχικά ήθελε να παίξει ντράμς και λίγο αργότερα πήρε ένα σετ bongo από την μουσική αίθουσα του σχολείου για εξάσκηση. Θυμάται να παίζει το Let It Be με τον φίλο του Mike Jordan, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Dickinson ανακάλυψε την ικανότητα του να τραγουδάει καθώς ενθάρρυνε το φίλο του το Jordan να τραγουδάει τις ψηλές νότες. Λίγο αργότερα ο Dickinson αποβλήθηκε από το Oundle γιατί είχε ουρήσει στο δείπνο του διευθυντή.

Γυρίζοντας σπίτι στo Sheffield το 1976, ο Dickinson γράφτηκε σε ένα σχολείο της περιοχής, στο οποίο εντάχθηκε στο πρώτο του συγκρότημα. Είχε ακούσει δύο μαθητές να συζητούν για το συγκρότημά τους και ότι χρειάζονταν τραγουδιστή και έτσι δήλωσε συμμετοχή αμέσως. Έκαναν πρόβες στο γκαράζ του πατέρα του ντράμερ και το συγκρότημα εντυπωσιάστηκε από τον τρόπο που τραγουδούσε ο Dickinson, ενθαρρύνοντάς τον να αγοράσει το πρώτο του μικρόφωνο. Το πρώτο τους gig έγινε στην Broadfield Tavern στο Sheffield. Αρχικά το συγκρότημα λεγόταν Paradox και άλλαξε σε Styx μετά από πρόταση του Dickinson, ο οποίος δεν γνώριζε την ύπαρξη του Αμερικάνικου συγκροτήματος με το ίδιο όνομα. Έγιναν πρώτη είδηση στη τοπική εφημερίδα όταν ένα εργάτης ξύπνησε από τη μουσική τους και προσπάθησε να σπάσει το kit του ντράμερ. Λίγο αργότερα το συγκρότημα διαλύθηκε.

Πανεπιστήμιο

Αφήνοντας το σχολείο με άριστα στα Αγγλικά, την Ιστορία και τα Οικονομικά ,ο Dickinson ομολόγησε: “Δεν ήξερα πραγματικά τι ήθελα να κάνω”. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να μπει στην Εθνοφρουρά του στρατού για έξι μήνες. Παρ’ όλο που πέρασε καλά κατά τη διάρκεια της θητείας του στο στρατό, ο Dickinson συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν επιλογή καριέρας και έτσι έκανε αίτηση για μία θέση στο κολλέγιο Queen Mary, στο East End του Λονδίνου, για να σπουδάσει Ιστορία. Οι γονείς του τον ήθελαν στο στρατό, αλλά τους είπε ότι ήθελε πρώτα να πάρει ένα πτυχίο, το οποίο χρησιμοποίησε σαν κάλυψη και αμέσως άρχισε να παίζει σε διάφορα συγκροτήματα.

Στο κολέγιο, o Dickinson μπλέχτηκε με την επιτροπή Entertainments: “Μια μέρα θα είσαι roadie για τους The Jam, μετά θα δείχνεις το σκηνικό του Stonehenge για τον ή κάτι τέτοιο.”. Το 1977, ο Dickinson συνάντησε τον Paul “Noddy” White, που έπαιζε πολλά όργανα, με τον οποίο ο Dickinson, μαζί με τον ντράμερ Steve Jones, θα δημιουργούσαν το συγκρότημα Speed. Σύμφωνα με τον Dickinson, το συγκρότημα ονομάστηκε έτσι εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο έπαιζε, παρά λόγω συσχετισμού με τη λήψη ναρκωτικών. Στους Speed, ο Dickinson ξεκίνησε να γράφει το δικό του υλικό αφού του είχε δείξει ο White πώς να παίζει τρεις χορδές στην κιθάρα.

Παρ’ όλο που οι Speed έπαιξαν αρκετά gigs στην παμπ Green Man, στο Plumstead, το συγκρότημα διαλύθηκε γρήγορα, αλλά ενθάρρυναν τον Dickinson να συνεχίσει να δουλεύει ως μουσικός. Ο Dickinson εντόπισε μία αγγελία στο Melody Maker με το τίτλο “Ζητείται τραγουδιστής για να ηχογραφήσει υλικό” και έκανε αίτηση αμέσως. Ηχογράφησε ένα demo και το έστειλε με ένα σημείωμα που έγραφε: “Με την ευκαιρία, αν πιστεύετε ότι το τραγούδι είναι χάλια, υπάρχει υλικό του John Cleese στην άλλη πλευρά που μπορεί να βρείτε διασκεδαστικό”. Τους άρεσε αυτό που άκουσαν και κάλεσαν τον Dickinson στο στούντιο να τραγουδήσει το Dracula, το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε ποτέ, με το συγκρότημα Shots, που ανήκε σε δύο αδέρφια, τον Phil και τον Doug Siviter. Το τραγούδι αυτό θα υπήρχε αργότερα και στη δεύτερη συλλογή του The Best of Bruce Dickinson. Τα αδέρφια εντυπωσιάστηκαν από τις φωνητικές ικανότητες του Dickinson και του ζήτησαν να συμμετέχει στο συγκρότημά τους.

Ο Dickinson έκανε συχνές εμφανίσεις με το συγκρότημα με μικρό κοινό. Ένα βράδυ, ο Dickinson ξαφνικά σταμάτησε να τραγουδάει στη μέση ενός τραγουδιού και άρχισε να μιλάει με έναν άντρα από το κοινό, λέγοντάς του ότι δεν δίνει αρκετή προσοχή. Η κίνηση του αυτή είχε καλή ανταπόκριση στο κοινό και άρχισε να το κάνει κάθε βράδυ μέχρι που έγινε ρουτίνα. Ο Dickinson δηλώνει ότι αυτή η εμπειρία του δίδαξε πώς να είναι front - man.

Το επόμενο βήμα στην καριέρα του έγινε όταν έπαιζε με τους Shots σε μία παμπ του Gravesend, που λεγόταν Prince of Wales και την επισκέφτηκαν ο Barry Graham (Thunderstick) και ο Paul Samson. Εντυπωσιασμένοι από την παρουσία του στη σκηνή, μίλησαν μετά το τέλος της εμφάνισης με τον Dickinson και τον κάλεσαν να γίνει ο τραγουδιστής τους. Ο Dickinson συμφώνησε να μπει στο συγκρότημά τους, τους Samson, αφού τελείωνε όμως με τις εξετάσεις του στην Ιστορία, δύο βδομάδες αργότερα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, είχε παραμελήσει τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο. Κατά συνέπεια, το πανεπιστήμιο προσπάθησε να τον διώξει καθώς είχε αποτύχει στις εξετάσεις της δεύτερης χρονιάς και δεν πλήρωνε το ενοίκιο, αλλά γλίτωσε λόγο του ρόλου του ως Entertainments Officer. Αφού κατάφερε να γράψει εργασίες 6 μηνών στο διάστημα των δύο εβδομάδων και με λίγο διάβασμα της τελευταίας στιγμής για τις εξετάσεις του, ο Dickinson πέτυχε ένα πτυχίο 2.2.

Στις 19 Ιουλίου του 2011, του απονεμήθηκε από το κολέγιο Queen Mary,ένα τιμητικό δίπλωμα στη μουσική, για την προσφορά του στην μουσική βιομηχανία.

Samson: 1979 - 1981

Μετά τη συνάντησή του με τον Paul Samson και τον Barry Purkis στο Prince of Wales, και καθώς είχε ακόμα τις τελικές του εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, ο Dickinson συμμετείχε στους Samson στη σκηνή του Bishop Stortford για να ερμηνεύσει ένα από τα τραγούδια του, το Rock Me Baby, επιβεβαιώνοντας το ρόλο του ως ο νέος τους τραγουδιστής.

Το συγκρότημα είχε ήδη κυκλοφορήσει το πρώτο του άλμπουμ, το Survivors, το 1979 σε μια ανεξάρτητη εταιρεία, δύο μήνες πριν από την ενσωμάτωση του Dickinson. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, συναντήθηκε με το συγκρότημα στα στούντιο Wood Wharf  του Greenwich για να μάθει το άλμπουμ. Αν και τα τραγούδια δεν ταίριαζαν με το ύφος της φωνής του, το συγκρότημα γρήγορα συνέθεσε το μεγαλύτερο μέρος του επόμενου άλμπουμ Head On, στις πρώτες του πρόβες, μερικά κομμάτια του οποίου μπήκαν αμέσως στο live set.

Κατά τη διάρκεια αυτών των προβών προέκυψε και το παρατσούκλι του “Bruce Bruce”, που προερχόταν από το σκετς των Monty Python “Bruce”. Το όνομα αυτό έγινε γρήγορα κουραστικό καθώς ο μάνατζερ του συγκροτήματος συνήθιζε να υπογράφει τις επιταγές του, “να πληρωθεί στον Bruce Bruce”, σαν αστείο. Ο Dickinson αργότερα σχολίασε ότι δεν του άρεσε, αλλά το θεώρησε σαν “όνομα σκηνής” και το δέχτηκε.

Ο Dickinson σοκαρίστηκε όταν ανακάλυψε ότι δεν ήταν όλοι οι rock καλλιτέχνες “σπουδαίοι καλλιτέχνες” και όπως κάποιοι, έτσι και οι Samson, ενδιαφερόταν μόνο για τις γυναίκες, τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, κάτι που δεν μπορούσε να συνηθίσει. Αν και είχε καπνίσει χασίς παλιότερα, ο Dickinson ανακάλυψε ότι του ήταν αδύνατο να επικοινωνήσει με τα άλλα μέλη του συγκροτήματος όταν ήταν νηφάλιος, αποφασίζοντας ότι αυτό ήταν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει.

Όταν ήταν στο συγκρότημα, ο Dickinson συνάντησε για πρώτη φορά τους Iron Maiden, στο Music Machine το 1980 που ήταν support οι Samson. Όπως θυμάται ο Dickinson: “Τους έβλεπα και ήταν καλοί, πολύ καλοί και εκείνη τη στιγμή είπα ότι θέλω να τραγουδήσω γι’ αυτό το συγκρότημα. Στην πραγματικότητα, θα τραγουδήσω με αυτό το συγκρότημα! Το ξέρω ότι θα τραγουδήσω γι’ αυτό το συγκρότημα! Απλά σκέφτηκα ότι αυτό είναι εγώ, όχι οι Samson”.

Ο Dickinson παρέμεινε στο συγκρότημα για ακόμη μία χρονιά, ηχογραφώντας δύο στούντιο άλμπουμ μαζί τους, το Head On και το Shock Tactics. Οι Samson σύντομα άρχισαν να συναντούν δυσκολίες με την δισκογραφική τους εταιρεία, την Gem, που έκλεισε και απέτυχε να χρηματοδοτήσει την Ευρωπαϊκή τους περιοδεία ως support των Iron Maiden. Το συγκρότημα στράφηκε στην RCA, που άρχισε να παραμελεί το συγκρότημα, έτσι απολύθηκε η ομάδα του management και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ανακληθεί ο εξοπλισμός τους και να μην μπορούν να πληρωθούν για τις συναυλίες τους. Το τελευταίο gig του συγκροτήματος ήταν στο Reading Festival, μετά το οποίο ο μάνατζερ των Iron Maiden, Rod Smallwood, πλησίασε τον Dickinson και του ζήτησε να κάνει δοκιμαστικό για να γίνει ο νέος τραγουδιστής τους.

Iron Maiden

Η αρχή και η επιτυχία: 1981 - 1985

Ο Dickinson έκανε ακρόαση για τους Iron Maiden σε ένα προβάδικο στο Hackney το Σεπτέμβριο του 1981 και αμέσως ανακάλυψε ότι ακόμα και αυτή η ακρόαση ήταν πολύ πιο επαγγελματική από τις εμφανίσεις του με τους Samson. Κατά τη διάρκεια της πρόβας, το συγκρότημα έπαιξε τα Prowler, Sanctuary, Running Free και Remember Tomorrow, πριν να ζητήσει από τον Dickinson να τραγουδήσει τα ίδια κομμάτια σε ένα στούντιο ηχογράφησης και έγινε αμέσως δεκτός στο συγκρότημα.

Οι Iron Maiden είχαν μία αυστηρή και οργανωμένη ρουτίνα που ταίριαζε στο στυλ της σύνθεσης του συγκροτήματος, κάτι που έχει περιγράψει ο Dickinson ως χρονοδιάγραμμα. Μετά από μερικά gigs, ξεκίνησαν να δουλεύουν νέο υλικό για το τρίτο τους άλμπουμ, The Number of the Beast, που κυκλοφόρησε το 1982. Στον απόηχο των προβλημάτων που είχε με το συμβόλαιο με τους Samson, ο Dickinson δεν θα μπορούσε νομίμως να πιστωθεί κάποιο από τα τραγούδια του άλμπουμ, που έχει να κάνει, με αυτό που αποκαλούσε “ηθική συνεισφορά”, αποκαλύπτοντας αργότερα ότι είχε συμβάλλει σε ένα μικρό βαθμό στην δημιουργία των The Prisoner, Children of the Damned και Run to the Hills. Το άλμπουμ είχε  μεγάλη επιτυχία, έφτασε ψηλά στα charts του Ηνωμένου Βασίλειου και έγινε πλατινένιο στην Βρετανία και την Αμερική. Αμέσως μετά την κυκλοφορία του, το συγκρότημα ξεκίνησε μία παγκόσμια περιοδεία.

Στα άλμπουμ που ακολούθησαν, το Piece of Mind το 1983 και το Powerslave το 1984, που μέχρι τότε υπεύθυνος για την σύνθεση των τραγουδιών ήταν ο Steve Harris, άρχισαν να δίνουν ιδέες και τα άλλα μέλη του συγκροτήματος, με τον Dickinson να συμβάλλει στην δημιουργία αρκετών τραγουδιών, συμπεριλαμβανομένου του Flight of Icarus και του 2 Minutes to Midnight. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας World Slavery, ο Dickinson φόρεσε μία μάσκα από φτερά κατά τη διάρκεια του Powerslave ως μέρος των νέων θεατρικών στοιχείων που ενσωματώθηκαν στο σόου. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη περιοδεία του συγκροτήματος μέχρι τότε, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Dickinson σκέφτηκε να αποχωρήσει στα μισά, εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των σόου. Ο μάνατζερ των Iron Maiden συνεχώς πρόσθετε νέες ημερομηνίες, μέχρι που να σταματήσει να το κάνει, αλλιώς ο Dickinson θα αποχωρούσε από το συγκρότημα.

Εντάσεις και αποχώρηση: 1986 - 1993

Μετά από ένα διάλειμμα έξι μηνών, στο μεγαλύτερο μέρος του οποίου ο Dickinson εξάσκησε την ξιφασκία, οι Iron Maiden ξεκίνησαν να γράφουν το επόμενο άλμπουμ τους, Somewhere in Time, αλλά ο Dickinson δεν ήταν ευχαριστημένος με το μπάσο και τις κιθάρες και το progressive rock στυλ. Δεν συμμετείχε καθόλου στην σύνθεση του άλμπουμ που κυκλοφόρησε, καθώς το υλικό που είχε προτείνει, που στηριζόταν σε πιο ακουστικό στυλ, είχε απορριφθεί από το υπόλοιπο συγκρότημα. Ο Dickinson εξηγεί ότι ένιωσε ότι θα έπρεπε να κάνει κάτι πιο θρασύ και ήταν απογοητευμένος με το άλμπουμ. Ο Steve Harris, από την άλλη, δήλωσε ότι το υλικό του απορρίφθηκε γιατί δεν ήταν αρκετά καλό και ότι ο Dickinson είχε ίσως καεί περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο κατά τη διάρκεια της τελευταίας περιοδείας.

Μετά την επόμενη περιοδεία, οι Iron Maiden ξεκίνησαν να δουλεύουν την επόμενη προσπάθειά τους στο στούντιο, το Seventh Son of a Seventh Son, το οποίο έγινε η δεύτερη κυκλοφορία του που έφτασε στην κορυφή του UK charts, παρ’ όλο που ήταν επίσης το πρώτο άλμπουμ του Dickinson με το συγκρότημα που δεν έγινε πλατινένιο στην Αμερική. Αντίθετα με το Somewhere in Time, ο Dickinson είχε ενθουσιαστεί πολύ περισσότερο με αυτό τα άλμπουμ εξαιτίας της γενικής του ιδέας και συμμετείχε στη δημιουργία αρκετών τραγουδιών του άλμπουμ. Μετά την επόμενη περιοδεία το 1988, το συγκρότημα αποφάσισε να κάνει ένα διάλειμμα ενός έτους.

Κατά τη διάρκεια της εγγραφής του επόμενου άλμπουμ,ο Adrian Smith έφυγε από τους Iron Maiden και αντικαταστάθηκε από τον Janick Gers. Η κυκλοφορία του όγδοου άλμπουμ των Iron Maiden, του No Prayer for the Dying το 1990, είχε έναν σκληρό ήχο, που σύμφωνα με την Allmusic, δεν ήταν αντάξιο σε σχέση με τις προηγούμενες προσπάθειες, καθώς ηχογραφήθηκε σε έναν αχυρώνα που είχε ο Steve Harris, με ένα κινητό στούντιο που ανήκε στους Rolling Stones. Το τραγούδι του Dickinson Bring Your Daughter to the Slaughter, που αρχικά είχε δημιουργηθεί για ένα soundtrack ταινίας, παρ’ όλο που κέρδισε ένα Golden Raspberry Award (Βραβείο Χρυσού Βατόμουρου) για το χειρότερο τραγούδι το 1989, έγινε η πρώτη και μοναδική επιτυχία του συγκροτήματος στο UK singles chart. Μέχρι το 1992, ο Harris είχε μετατρέψει τον αχυρώνα του σε ένα κανονικό στούντιο και το νέο άλμπουμ, Fear of the Dark, ηχογραφήθηκε εκεί, με έναν πολύ καλύτερο ήχο από το No Prayer for the Dying, παρ’ όλο που ο Dickinson ακόμη ισχυρίζεται ότι είχε περιορισμούς λόγω του μεγέθους του.

Μετά την περιοδεία του Fear of the Dark , ο Dickinson αποφάσισε να αφήσει τους Iron Maiden για να συγκεντρωθεί στην σόλο καριέρα του. Σε αυτό το σημείο το συγκρότημα είχε ήδη κλείσει την επόμενη περιοδεία του το 1993, που ο Dickinson δεν απόλαυσε καθόλου. Σε όλη τη διάρκειά της, ο Dickinson δέχτηκε πολύ κριτική από όλα τα μέλη του συγκροτήματος, με τον Steve Harris να λέει ειδικότερα: “Ήθελα πραγματικά να τον σκοτώσω”. Σύμφωνα με τον Harris, ο Dickinson τραγουδούσε μόνο όταν υπήρχαν εκπρόσωποι τύπου, ενώ αντίθετα στις υπόλοιπες συναυλίες απλά μουρμούριζε τα τραγούδια. Ο Dickinson έχει αρνηθεί τις κατηγορίες ότι το έκανε επίτηδες, λέγοντας ότι ήταν αδύνατο να κάνει μερικές βραδιές μία αξιοπρεπή εμφάνιση λόγω της ατμόσφαιρας που υπήρχε. Η τελευταία του εμφάνιση με το συγκρότημα μαγνητοσκοπήθηκε από το BBC στα Pinewood Studios και κυκλοφόρησε σε live video, με τίτλο Raising Hell.

Η επιστροφή: 1999 - παρόν

Μαζί με τον Adrian Smith, ο Dickinson επέστρεψε στους  Iron Maiden το 1999, με τον Janick Gers να παραμένει στο συγκρότημα, μετά από πρόσκληση του Rod Smallwood. Ο Smallwood μίλησε και στον Steve Harris για την επιστροφή του Dickinson, που αρχικά είχε επιφυλάξεις γι’ αυτή την προοπτική, αλλά σύντομα συνήθισε την ιδέα, σκεπτόμενος ότι γνώριζαν τις ικανότητές του και ήταν της άποψης: “Καλύτερα με το διάβολο που ξέρεις”. Ο Harris και ο Dickinson συμφώνησαν να συναντηθούν στο σπίτι του Smallwood στο Brighton τον Ιανουάριο του 1999 για μία πρώτη συνάντηση που θα είχαν από το 1993. Παρ’ όλο που και οι δύο ήταν νευρικοί για την συνάντηση, μόλις αντίκρισε ο ένας τον άλλο έφυγε αμέσως η ένταση και συμφώνησαν και οι δύο ότι ο Dickinson έπρεπε να επιστρέψει στο συγκρότημα.

Μετά την εκκίνηση μία μικρής περιοδείας, το συγκρότημα ξεκίνησε να ηχογραφεί το Brave New World, το πρώτο στούντιο άλμπουμ με τον Dickinson από το 1992. Ο Dickinson επέμενε να βρουν έναν αντικαταστάτη του Martin Birch που είχε αποσυρθεί, ο οποίος ήταν ο σταθερός παραγωγός του συγκροτήματος και να ηχογραφήσουν σε ένα διαφορετικό στούντιο από αυτό που είχαν κάνει τα άλμπουμ No Prayer for the Dying και Fear of the Dark, πράγμα στο οποίο συμφώνησε και ο Harris. Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε στα Guillaume Tell Studios, στο Παρίσι, με παραγωγό τον Kevin Shirley και μετά από αυτό οι Iron Maiden ξεκίνησαν μία περιοδεία με αποκορύφωμα την εμφάνιση στο φεστιβάλ του Rock in Rio μπροστά σε ένα κοινό 250.000 θεατών.

Το 2003 ηχογράφησαν και κυκλοφόρησαν το Dance of Death στα SARM Studios του Λονδίνου με τον Kevin Shirley, που ήταν τώρα ο νέος παραγωγός του συγκροτήματος. Μετά από ακόμα δύο περιοδείες (Dance of Death World Tour και Eddie Rips Up the World Tour) οι Iron Maiden επέστρεψαν στα SARM στούντιο το 2006, για το επόμενο στούντιο άλμπουμ τους, A Matter of Life and Death και ξεκίνησαν ακόμα μία περιοδεία. Το 2008 και το 2009, το συγκρότημα ξεκίνησε την Somewhere Back in Time World Tour, που θεωρήθηκε πρωτοποριακή για τη χρήση του Ed Force One, το αεροπλάνο του συγκροτήματος, ένα Boeing 757, στο οποίο ήταν πιλότος ο ίδιος ο Dickinson και κατέληξε στη δημιουργία ενός ντοκιμαντέρ για τους Iron Maiden το Flight 666, που προβλήθηκε σε περιορισμένους κινηματογράφους τον Απρίλιο του 2009. Οι Iron Maiden πραγματοποίησαν ακόμα μία παγκόσμια περιοδεία το 2010 και 2011 με το The Final Frontier, το πρώτο τους άλμπουμ που ηχογραφήθηκε στα Compass Point Studios,στο Nassau, στις Μπαχάμες μετά από το Somewhere in Time του 1986, το οποίο έφτασε στο No. 1, σε 28 χώρες.

Το περιστατικό στο Ozzfest

Το 2005 στο Ozzfest, η γυναίκα του Ozzy Osbourne, Sharon, ενθάρρυνε οικογενειακούς φίλους και μέλη άλλων συγκροτημάτων να σαμποτάρουν την εμφάνιση των Iron Maiden στο Hyundai Pavilion στο San Bernardino στις 20 Αυγούστου, μία επίθεση που ο Rod Smallwood χαρακτήρισε ως άθλια, επικίνδυνη, εγκληματική και δειλή, καθώς και ασεβής προς τους fans που πλήρωσαν να δουν το συγκρότημα. Η Osbourne διέταξε παρέμβαση με την ομάδα μανατζμεντ του συγκροτήματος, καθυστέρησε την είσοδο του Eddie, της μασκότ των Iron Maiden και ενθάρρυνε τα μέλη της κατασκήνωσης να πετάνε αυγά, αναπτήρες και καπάκια από μπουκάλια από το μπροστινό τμήμα του κοινού. Σύμφωνα με τον Dickinson, η επίθεση ήταν ως αντίποινα για τα υποτιμητικά σχόλια για τα reality shows και το πήρε προσωπικά η Sharon, παρ’ όλο που η The Guardian ανέφερε ότι έθαψε το Osbournes' reality και κατηγόρησε τον Ozzy Osbourne ότι χρησιμοποιούσε autocue. Ο Dickinson από τότε έχει αρνηθεί να κάνει σχόλια για τον Ozzy Osbourne και τους Black Sabbath, αλλά παραδέχτηκε ότι έκανε κριτική στο Ozzfest κατά τη διάρκεια όλης της περιοδείας, κατηγορώντας την εταιρική διάταξη των καθισμάτων και το γεγονός ότι τα περισσότερα συγκροτήματα βρίσκονται εκεί γιατί πλήρωσαν για να είναι εκεί.

Μετά τη συναυλία στο San Bernardino, η Osbourne έκανε μία νέα δήλωση με την οποία κατηγορούσε τον Dickinson ότι έκανε αρκετά αντιαμερικανικά σχόλια και το Classic Rock δήλωσε ότι κανείς δεν μπορεί να παρουσιάσει αποδείξεις γι’ αυτές τις δηλώσεις. Επιπλέον, η Osbourne ισχυρίστηκε ότι το γεγονός ότι ο Dickinson κουνούσε μία σημαία κατά τη διάρκεια του τραγουδιού The Trooper ήταν υποτιμητικό για τα Αμερικανικά στρατεύματα, που εκείνη τη στιγμή πολεμούσαν μαζί με τους Βρετανούς στο Ιράκ, παρ’ όλο που ο Dickinson πάντα κρατούσε μία σημαία της Ένωσης κατά τη διάρκεια του τραγουδιού, βασιζόμενη στη μάχη της Balaclava κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου. Αναφέρθηκε επίσης ότι ο Steve Harris μίλησε στον Ozzy Osbourne στο San Bernardino, ζητώντας συγγνώμη για τα σχόλια του Dickinson, κάτι το οποίο αρνείται ο Harris, δηλώνοντας ότι τα λόγια του έχουν διαστρεβλωθεί.

Σόλο καριέρα

Στις αρχές του 1989, ο Zomba ζήτησε από τον Dickinson να γράψει ένα τραγούδι για την ταινία A Nightmare on Elm Street 5: The Dream Child, δίνοντας του χρήματα, στούντιο και έναν παραγωγό, τον Chris Tsangarides. Ο Dickinson εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και φώναξε ένα παλιό του φίλο, τον πρώην κιθαρίστα του Gillan, τον Janick Gers και αμέσως μετά τη συνάντησή τους, είχαν έτοιμο το Bring Your Daughter to the Slaughter για το στούντιο και το ηχογράφησαν με τη βοήθεια του μπασίστα Andy Carr και του ντράμερ Fabio del Rio. “Το έγραψα σε περίπου τρία λεπτά”, δηλώνει ο Dickinson, “Δεν ξέρω πώς προέκυψε ο τίτλος Bring Your Daughter to the Slaughter, αλλά προέκυψε έτσι απλά στο μυαλό μου. Σκέφτηκα “θεέ μου, κατευθείαν από τους AC/DC!” και σκέφτηκα, “Nightmare on Elm Street. Ναι, αυτό μας κάνει”. Εντυπωσιασμένος από τα αποτελέσματα, ο Zomba ρώτησε τον Dickinson αν θα ήθελε να ηχογραφήσει ένα ολόκληρο άλμπουμ. Με την την ίδια ομάδα και τον ίδιο παραγωγό, το πρώτο σόλο άλμπουμ του Dickinson, Tattooed Millionaire, γράφτηκε και ηχογραφήθηκε μέσα σε δύο εβδομάδες και κυκλοφόρησε το Μάιο του 1990 και ακολούθησε μία περιοδεία.

Αργότερα τον ίδιο χρόνο, ο Dickinson συμμετείχε με μία επαναηχογράφηση του Smoke on the Water των Deep Purple, ως μέρος της ανθρωπιστικής προσπάθειας του Rock Aid Armenia. Υποστηριζόμενος από το συγκρότημα Skin, έκανε μία cover εκδοχή του Elected του Alice Cooper, μαζί με τον Rowan Atkinson (με το χαρακτήρα του Mr. Bean), που χρησιμοποιήθηκε το 1992 από το Comic Relief και πέντε χρόνια αργότερα, στο soundtrack του Bean.

Για το δεύτερο ατομικό του άλμπουμ, ο Dickinson συνεργάστηκε με ένα αμερικανό παραγωγό, τον Keith Olsen και καθώς δούλευε το δίσκο στο LA, αποφάσισε να φύγει από τους Iron Maiden. Δυσαρεστημένος με την κατεύθυνση που είχε πάρει ο δίσκος του με τον παραγωγό Olsen, ο Dickinson ξεκίνησε να δουλεύει με τον κιθαρίστα του συγκροτήματος Tribe of Gypsies, τον Roy Z και ξεκίνησε ξανά το άλμπουμ από την αρχή. Το Balls to Picasso ηχογραφήθηκε με την υποστήριξη του συγκροτήματος Tribe of Gypsies και κυκλοφόρησε το 1994. Την ίδια χρονιά, ο Dickinson ηχογράφησε ένα a cover version του Sabbath Bloody Sabbath με το συγκρότημα Godspeed για το άλμπουμ αφιέρωμα στους Black Sabbath, Nativity in Black. Οι Tribe of Gypsies ξεκίνησαν να δουλεύουν το δικό τους υλικό και ο Dickinson εντόπισε ένα άλλο συγκρότημα, καθώς και το νέο συνεταίρο του στη σύνθεση, τον κιθαρίστα Alex Dickson. Αφού τελείωσε η περιοδεία για το Balls to Picasso, ξεκίνησε να δουλεύει σε ένα νέο στούντιο άλμπουμ, το Skunkworks. Ο Dickinson αποφάσισε ότι και το όνομα του συγκροτήματος θα ήταν Skunkworks , αλλά η δισκογραφική εταιρία αρνήθηκε να κυκλοφορήσε το άλμπουμ αν δεν υπήρχε το όνομά του στο εξώφυλλο του δίσκου.

Εξαιτίας μουσικών διαφορών, η οντότητα Skunkworks σταμάτησε όταν τελείωσε η περιοδεία. “Είχα καταστραφεί μετά το εγχείρημα Skunkworks”, δήλωσε ο Dickinson, “Ο Skunkworks ήταν ένα δίσκος που έδωσα όλο μου τον εαυτό για να τον κάνω και κανένας δεν έδειχνε να δίνει σημασία”. Μετά από μία μικρή περίοδο απραξίας, ο Dickinson για ακόμη μία φορά συνεργάστηκε με τον Roy Z και τους Tribe of Gypsies για να ηχογραφήσει το επόμενο άλμπουμ του, το Accident of Birth. “Στην πραγματικότητα ήταν ο Roy αυτός που με ώθησε να ξαναγράψω, γιατί μου τηλεφώνησε και είπε: “Άκου, έχω κάποιο υλικό και είναι σαν metal δίσκος”. Δεν είχα ενθουσιαστεί, και δεν ήμουν σίγουρος αν είχα κάτι να προσφέρω... Μετά μου έπαιξε κάποια δείγματα από τα τραγούδια που θα αποτελούσαν το Accident of Birth από το τηλέφωνο και σκέφτηκα ότι υπάρχει κάτι εδώ”. Ζητήθηκε από τον πρώην κιθαρίστα των Iron Maiden, τον Adrian Smith, να παίξει ως guest στο δίσκο, αλλά παρέμεινε και σαν ένα κανονικό μέλος του συγκροτήματος του Dickinson. Το άλμπουμ σημείωσε την επιστροφή στη σκηνή του heavy metal για τον Dickinson και η Sputnikmusic δήλωσε: “Η heavy αίσθηση του άλμπουμ είναι πολύ ικανοποιητική και σίγουρα καλύπτει το κενό που άφησαν οι Maiden την δεκαετία του 90”. Το επόμενο άλμπουμ, The Chemical Wedding, είχε εν μέρη ώς θέμα την αλχημεία και είναι εμπνευσμένο από τα συγγράματα του William Blake, με μερικά τραγούδια, όπως το Book of Thel, να έχουν τον ίδιο τίτλο με μερικά από τα ποιήματά του και το εξώφυλλο του δίσκου να απεικονίζει έναν από τους πίνακές του. Ο δίσκος είχε ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία από τον προηγούμενο, με την Sputnikmusic να σχολιάζει: “Ο Bruce έχει συντρίψει όλες τις προσδοκίες για να δημιουργήσει ένα άλμπουμ που μπορεί να είναι ακόμα καλύτερο από το προηγούμενο”. Κατά την διάρκεια της περιοδείας για το The Chemical Wedding, ηχογραφήθηκε στο Σάο Πάολο το live άλμπουμ, Scream for Me Brazil και μετά από αυτό επέστρεψαν οι Dickinson και Smith στους Iron Maiden, το Φεβρουάριο του 1999.

Το 2000, ο Dickinson έκανε τα φωνητικά στο τραγούδι Into the Black Hole, για το Universal Migrator Part 2: Flight of the Migrator. Αργότερα, την ίδια χρονιά συνεργάστηκε με τον τραγουδιστή των Judas Priest, τον Rob Halford, ηχογραφώντας το The One You Love to Hate, για το πρώτο άλμπουμ του Halford, το Resurrection. Μία συλλογή, με τίτλο The Best of Bruce Dickinson, κυκλοφόρησε προς το τέλος του 2001 και περιείχε δύο νέα τραγούδια και ένα δίσκο με σπάνιες ηχογραφήσεις. Το τελευταίο του σόλο άλμπουμ, Tyranny of Souls κυκλοφόρησε το Μάιο του 2005. Αυτή τη φορά η συγγραφή όλων των τραγουδιών μοιράστηκε ανάμεσα στον Roy Z και τον Dickinson και πολλά από τα τραγούδια γράφτηκαν όταν ο Z έστελνε ηχογραφημένα riffs στον Dickinson, όσο βρισκόταν σε περιοδεία με τους Iron Maiden. Τον Ιούνιο του 2005, ολόκληρη η προσωπική δισκογραφία του Dickinson επανακυκλοφόρησε, με bonus discs με σπάνιο υλικό και ξαναηχογραφημένα τραγούδια. Την ίδια χρονιά, ο Dickinson συμμετείχε στο τραγούδι, Beast in the Light, από το άλμπουμ των Tribuzy, Execution, καθώς και στον επερχόμενο live άλμπουμ τους. Στις 19 Ιουνίου του 2006 κυκλοφόρησε ένα box set με τρία DVD, με τίτλο Anthology και περιείχε συναυλίες και promo videos απο όλοκληρη την σόλο καριέρα του Dickinson, συμπεριλαμβανομένου και ενός παλιού βίντεο με τους Samson, με τίτλο Biceps of Steel.

Προσωπική ζωή

Ο Dickinson έχει τρία παιδιά με τη δεύτερη του γυναίκα την Paddy, τον Austin, που γεννήθηκε το 1990, τον Griffin, που γεννήθηκε το 1992, και την Kia, που γεννήθηκε το 1994. Τα τρία παιδιά του γεννήθηκαν στο Chiswick, στο δυτικό Λονδίνο, όπου ζει από το 1981. Ο πρώτος γάμος του Dickinson ήταν με την Jane το 1983, από την οποία χώρισε το 1987.

Ο πρώτος του γιος ,ο Austin, είναι ο τραγουδιστής στο metalcore συγκρότημα Rise to Remain, ενώ ο δεύτερος του γιος, ο Griffin, έχει δουλέψει ως ξυλουργός σκηνής για τους Iron Maiden όταν είναι σε περιοδεία. Ο ξάδερφος του Dickinson, ο Rob, ήταν ο τραγουδιστής στο Βρετανικό alternative rock συγκρότημα Catherine Wheel και η αδερφή του, η Helena Stormanns, είναι επαγγελματίας αθλήτρια ιππασίας. Σε μία συνέντευξη του με την Sarah Montague για την εκπομπή HARDtalk του BBC, ο Dickinson περιέγραψε τον εαυτό του ως Συντηριτικό και Ευρωσκεπτικιστή.

Άλλο έργο του

Στα ενδιαφέροντα του Dickinson περιλαμβάνονται η λογοτεχνία, η συγγραφή, η ξιφασκία (στην οποία έχει διαγωνιστεί διεθνώς και ως αθλητής, καταλαμβάνοντας την 7η θέση στην Μεγάλη Βρετανία και έχει ιδρύσει μία εταιρία που εμπορεύεται εξοπλισμό ξιφασκίας με το όνομα Duellist), η τεχνολογία των σιδηροδρόμων και η αεροπορία. Εξαιτίας αυτής της μεγάλης γκάμας των ενδιαφερόντων του, το 2009 το Intelligent Life τον έχει ονομάσει ως το ζωντανό παράδειγμα ενός πολυμαθή.

Αεροπορία

Ο Dickinson έμαθε να πιλοτάρει για ψυχαγωγικό σκοπό στην Φλόριντα στην δεκαετία του 1990 και τώρα έχει στην κατοχή του άδεια κυβερνήτη. Συχνά πετούσε με Boeing 757 ως κυβερνήτης για την Βρετανική εταιρεία charter Astraeus, η οποία, από τις 16 Σεπτεμβρίου του 2010, τον έχει προσλάβει ως διευθυντή Marketing. Ένα από τα πιο σημαντικά του καθήκοντα σε αυτή τη θέση ήταν να προωθήσει τις υπηρεσίες της Astraeus αυξάνοντας τον αριθμό των βίντεο τους, πράγμα που οδήγησε την Αρχή της Πολιτικής Αεροπορίας της Βρετανίας να κυκλοφορήσει ένα βίντεο τον Ιούνιο του 2011 για την ασφάλεια των αεροσκαφών με τη συμμετοχή του Dickinson. Μετά το κλείσιμο της Astraeus στις 21 Νοεμβρίου του 2011, ο Dickinson δημιούργησε την Cardiff Aviation Ltd την 1η Μαϊου του 2012, μία εταιρία συντήρησης αεροσκαφών που έχει τη βάση της στο Twin Peaks Hangar στο St Athan, Vale of Glamorgan, στη Βόρεια Ουαλία.

Συμμετείχε ως πιλότος σε κάποιες πολύ σημαντικές πτήσειs, όπως στην πτήση επιστροφής των Βρετανών πιλότων της RAF από το Αφγανιστάν το 2008, στην επιστροφή 200 Βρετανών πολιτών από το Λίβανο κατά τη διάρκεια της διαμάχης του Ισραήλ με την Hezbollah το 2006, καθώς και στην επιστροφή 180 τουριστών από την Αίγυπτο όπου είχαν ξεμείνει μετά την κατάρρευση της XL Airways UK, το Σεπτέμβριο του 2008. Επιπλέον, έχει μεταφέρει τις ομάδες των Rangers F.C. και της Liverpool F.C. σε αγώνες τους στο Ισραήλ και την Ιταλία, το 2007 και το 2010 αντίστοιχα. Για την περιοδεία του 2008 - 2009 Somewhere Back in Time, ήταν ο πιλότος του charter Boeing 757 των Iron Maiden, το ονομαζόμενο Ed Force One, που είχε μετατραπεί ειδικά για να μεταφέρει τον εξοπλισμό του συγκροτήματος ανάμεσα στις ηπείρους και οδήγησε και στη δημιουργία του ντοκιμαντέρ, Iron Maiden: Flight 666. Ο Dickinson πιλοτάρισε το Ed Force One ξανά στο The Final Frontier World Tour το 2011.

Ραδιόφωνο και τηλεόραση

Ο Dickinson παρουσίαζε το Friday Rock Show στο BBC στον σταθμό 6 Music κατά την περίοδο 2002 - 2010. Το Μάρτιο του 2010, το BBC ανακοίνωσε ότι, μετά από οχτώ χρόνια, η εκπομπή του Dickinson θα κοβόταν. Η τελευταία εκπομπή μεταδόθηκε στις 28 Μαϊου και ήταν ένα προσωπικό και μουσικό αφιέρωμα στον πρόσφατα αποβιώσαντα Ronnie James Dio. Ο Dickinson περιφρόνησε τα στελέχη του BBC για την ακύρωση, μεταδίδοντας το τραγούδι του της διασκεύης του Johnny Paycheck Take This Job and Shove It". Εκτός από την εκπομπή του στο 6 Music, ο Dickinson παρουσίασε και μία σειρά από εκπομπές με τον τίτλο Masters of Rock στο BBC Radio 2 από το 2003 έως το 2007.

Το 2005, ο Dickinson παρουσίασε μία ιστορική σειρά στην τηλεόραση για την αεροπλοΐα, που αποτελούνταν από 5 μέρη, την Flying Heavy Metal, η οποία προβλήθηκε στο Discovery Channel και αργότερα στο Discovery Turbo στην Βρετανία. Ήταν επίσης καλεσμένος σε ένα επεισόδιο στο Military Channel στο The Greatest Ever, όπου οδήγησε ένα ρωσικό T - 34 τανκ. Το 2006, ο Dickinson παρουσίασε ένα ντοκιμαντέρ για το Sky One με τίτλο Inside Spontaneous Human Combustion με τον Bruce Dickinson, με το οποίο εξερεύνησε το φαινόμενο της ανθρώπινης καύσης με τη βοήθεια αρκετών ειδικών και συμμετέχοντας σε διάφορα πειράματα. Άλλες τηλεοπτικές του εμφανίσεις περιλαμβάνουν τη συμμετοχή του σε κουΐζ σόου όπως το Never Mind the Buzzcocks και το Space Cadets, καθώς επίσης και στο talk show του Clarkson, με παρουσιαστή τον Jeremy Clarkson. Ο Dickinson εμφανίστηκε επίσης και σε μία σειρά του BBC το The Paradise Club, στο ρόλο ενός μουσικού με το όνομα Jake Skinner. Στις 27 Ιουλίου του 2012, ο Dickinson κινηματογραφήθηκε μία ολόκληρη μέρα ως guest star για τα πέντε επεισόδια του Ice Pilots NWT, για το οποίο πέταξε με ένα Douglas DC - 3.

Συγγραφή

Κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας των Iron Maiden το 1986 - 1987 και στον απόηχο ενός διαζυγίου ο Dickinson ξεκίνησε να γράφει το πρώτο του βιβλίο. Εμπνευσμένος από τα μυθιστορήματα του Tom Sharpe, καθώς και του Biggles και του Penthouse, δημιουργήσε το The Adventures of Lord Iffy Boatrace (οι περιπέτειες του λόρδου Iffy Boatrace), που ο Kerrang! περιγράφει ως “σατυρικό χτύπημα στον φετιχισμό που υπάρχει στις ανώτερες τάξεις” και του οποίου ο βασικός ήρωας είναι ένας “semi-transvestite” Βρετανός ιδιοκτήτης γης.

Μετά την ολοκλήρωσή του, ο Dickinson προσέγγισε τους Sidgwick & Jackson, που σύμφωνα με τον Dickinson, συμφώνησαν να εκδόσουν το βιβλίο πριν καν το διαβάσουν στηριζόμενοι μόνο και μόνο στις πωλήσεις των Iron Maiden. Κυκλοφόρησε το 1990 (ISBN 0-283-06043-3) και πούλησε πάνω από 40.000 αντίγραφα σχεδόν αμέσως. Λόγω της μεγάλης ζήτησης, οι Sidgwick & Jackson ζήτησαν από τον Dickinson να γράψει και την συνέχεια, το οποίο κυκλοφόρησε το 1992 με τίτλο The Missionary Position (ISBN 0-283-06092-1), μία σάτυρα του τήλε - ευαγγελισμού. Δεν εκδόθηκε άλλο βιβλίο ως συνέχεια των ήδη εκδοθέντων, παρόλο που ο Dickinson είχε γράψει 60 σελίδες για την προγενέστεση ιστορία του λόρδου Iffy, με τίτλο “Lord Iffy's schooldays”, το οποίο θεώρησε χαζομάρα και το έσκισε. Ο Dickinson δήλωσε ότι δεν πίστευε ότι ήταν αστείο.

Ο Dickinson στράφηκε προς τη συγγραφή σεναρίου και μοιράστηκε τη συγγραφή του Chemical Wedding με τον  σκηνοθέτη Julian Doyle. Η ταινία, στην οποία ο Dickinson έπαιξε μερικούς μικρούς ρόλους και συνέθεσε το soundtrack, κυκλοφόρησε το 2008 και πρωταγωνίστησε ο Simon Callow.

Παρ’ όλο που ο Dickinson δεν έκανε ποτέ μαθήματα φωνητικής και επίσημη εκγύμναση, είχε μία ευρεία φωνητική έκταση και έγινε γνωστός για σχεδόν οπερατική φωνή τενόρου. Μαζί με τον Ronnie James Dio και τον Rob Halford, ο Dickinson είναι ένας από τους πρωτοπόρους στο οπερετικό στυλ που αργότερα υιοθετήθηκε από πολλούς power metal τραγουδιστές και συχνά εμφανίζεται κοντά στην κορυφή στις λίστες των καλύτερων rock τραγουδιστών/front - men όλων των εποχών. Ο Dickinson δηλώνει ότι το στυλ του επηρεάστηκε αρχικά από τον Arthur Brown, τον Peter Hammill (Van der Graaf Generator), τον Ian Anderson (Jethro Tull) και τον Ian Gillan (Deep Purple).

Ο τρόπος που τραγουδάει ο Dickinson ποικίλλει αισθητά στην δεκαετία του 1900 στις ηχογραφήσεις των άλμπουμ όπως το No Prayer for the Dying,το Fear of the Dark και την πρώτη προσωπική του δουλειά το Tattooed Millionaire, χρησιμοποιώντας έναν πιο βραχνό και άξεστο ήχο, που ταίριαζε στο λιτό τους στυλ. Μετά την επιστροφή του στους Iron Maiden το 1999, ο τρόπος που τραγουδάει μοιάζει περισσότερο με τον τρόπο που τραγουδούσε τη δεκαετία του 1980, παρ’ όλο που η φωνή του έχει χαμηλώσει με το πέρασμα του χρόνου.

ironmaidenfc.gr